μεζές

μεζές
ο
1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό
2. (κατ' επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο»)
3. μτφ. μικρό μερίδιο σε κέρδος ή μικρή συμμετοχή σε απόλαυση (α. «τού δώσανε έναν μεζέ από την προμήθεια, για να τού κλείσουν το στόμα» β. «θέλω κι εγώ μεζέ»)
4. φρ. α) «μπεκρή μεζές» — πολύ αλατισμένο και εύγευστο έδεσμα ή λίχνευμα που προκαλεί οινοποσία
β) «τόν πήραν στον μεζέ» — τόν εμπαίζουν, τόν περιγελούν, τόν κοροϊδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. meze].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεζές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. κάθε είδος φαγητού σε μικρή ποσότητα που συνοδεύει οινοπνευματώδη ποτά και σερβίρεται ως ορεχτικό. 2. μτφ., μικρό κέρδος: Από τα κέρδη της εταιρείας του αναλογούσε μόνο ένας μεζές. 3. φρ., «Τον πήρανε στο μεζέ», τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεζελίκι — και μεζεκλίκι, το 1. εκλεκτός μεζές 2. στον πληθ. καθετί το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεζές («κρασί με διάφορα μεζελίκια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mezelik] …   Dictionary of Greek

  • μεζελίκι — το ιού, και μεζεκλίκι, το ιού (λ. τουρκ.) 1. εκλεκτός μεζές. 2. φρ., «τα μεζελίκια», καθετί που σερβίρεται για μεζές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Greek cuisine — Classic Greek salad Traditional Greek …   Wikipedia

  • Meze — Mezze redirects here. For the location in Syria, see Mezzeh. A spread of meze in Jordan Meze or mezze (   …   Wikipedia

  • Meses — Schafskäse und Oliven mit Brot Mezes (griechisch μεζές, Mehrzahl μεζέδες Mezedes), bulgarisch Mese (Мезе), türkisch Meze, arabisch Mezze (مزة), sind die in Griechenland und in den meisten anderen …   Deutsch Wikipedia

  • Meze — Schafskäse und Oliven mit Brot Mezes (griechisch μεζές, Mehrzahl μεζέδες Mezedes), bulgarisch Mese (Мезе), türkisch Meze, arabisch Mezze (مزة), sind die in Griechenland und in den meisten anderen …   Deutsch Wikipedia

  • Mezedes — Schafskäse und Oliven mit Brot Mezes (griechisch μεζές, Mehrzahl μεζέδες Mezedes), bulgarisch Mese (Мезе), türkisch Meze, arabisch Mezze (مزة), sind die in Griechenland und in den meisten anderen …   Deutsch Wikipedia

  • Mezes — Schafskäse und Oliven mit Brot Mezes (griechisch μεζές, Mehrzahl μεζέδες Mezedes), bulgarisch Mese (Мезе), serbokroat./mazed. Meza (Мезa), türkisch Meze, arabisch Mezze (مزة), sin …   Deutsch Wikipedia

  • Meze — turco. Queso de oveja con aceitunas y pan. Mezze (del original e …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”